- σέδετα
- σέδετονsedesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σέδετον — τὸ, Α 1. στρατιωτικός καταυλισμός 2. στον πληθ. τὰ σέδετα οικισμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sedes, is (< sedeo) «έδρα, διαμονή, κατοικία»] … Dictionary of Greek